- παρακκλήσι
- τοβλ. παρεκκλήσι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεκκλήσιο(ν) — και παρεκκλήσι και παρακκλήσι, το μικρός ναός ή τμήμα μεγαλύτερου ναού με ιδιαίτερη Αγία Τράπεζα για την τέλεση τής χριστιανικής λατρείας σε ορισμένες περιπτώσεις ή όταν το εκκλησίασμα τυχαίνει να είναι περιορισμένο στα μέλη μιας οικογένειας ή… … Dictionary of Greek